-
1 падение
-я ουδ.1. πτώση, πέσιμο•падение снаряда πτώση του βλήματος•
падение барометра πτώση του βαρόμετρου.
2. άλωση, κατάληψη - Константинополя η πτώση της Κωνσταντινούπόλης.3. μείωση, ελάττωση•падение цен πτώση των τιμών.
4. ξεπεσμός, κατάπτωση•моральное падение ηθική κατάπτωση.
|| απώλεια αγνότητας, σεμνότητας. -
2 падение
падениес1. ἡ πτὠση [-ις], τό πέσιμο·2. (температуры, цен и т. п.) ἡ πτώση[-ις]·3. (крепости, власти) ἡ πτώση, ἡ κατάρρευση [-ις]:\падение крепости ἡ πτώση τσῦ φρουρίου· \падение самодержавия ἡ ἀνατροπή τής μοναρχίας· \падение кабинета ἡ πτώση τής κυβερνήσεως·4. (моральное) ἡ κατάπτωση [-ις]. -
3 падение
1. (опускание, уменьшение, ослабевание, понижение) η πτώσηсвободное - тела физ. ελεύθερη - (ενός) σώματοςсезонное - эк. εποχι(α)κή -- температуры тех. - της θερμοκρασίας2. (уклон, наклон) η κατηφοριά 3. (на поверхность луча света или другого излучения) η πρόσπτωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > падение
-
4 цена
η τιμ/ή- ы не включают НДС (налог на добавленную стоимость) - ές δεν περιλαμβάνουν το Φ.Π.Α. (Φόρο Προστιθέμενης Αξίας)падать резко в - е πέφτω απότομα/κατακόρυφα σε -пересмотр цен - αναθεώρηση/επανεξέταση των - ώνповышение цен αύξηση/άνοδος - ώνпредлагать - у προσφέρω/προτείνω την -предоставлять особую - у παρέχω/παραχωρώ ειδική -прейскурант с - ами СИФ τιμοκατάλογος με τιμές С.I.F. (που περιλαμβάνουν το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα)прейскурант с - ами ФОБ τιμοκατάλογος με - ές F.O.B. (που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε δαπάνη μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο)продавать по высокой (низкой) - е πουλάω/πωλώ με υψηλή (χαμηλή) -сбивать - ы κατεβάζω/κόβω τις - έςснижать - ы μειώνω/κατεβάζω τις - έςснижение цен μείωση - ών, οι εκπτώσειςсохранять - ы (на прежнем уровне) κρατάω/κρατώ τις - ές (στο ίδιο επίπεδο)увеличивать - у на... % αυξάνω την - κατά... %указывать - у σημειώνω/γράφω την -уменьшать - у μειώνω/κατεβάζω την -биржевая - δημοσιευμένη -, οριζόμενη - (χρηματιστηρίου)бросовая торг. - κάτω του κόστουςваловая - ακαθάριστη -, μ(ε)ικτή ----выпускная - διάθεσης (χρεωγράφων, μετοχών)-завышенная - υπερτιμημένη -, αυξημένη -заниженная - υποτιμημένη -, μειωμένη --зональная - ισχύουσα στην περιφέρεια ή ζώνη (όπου τα έξοδα παράδοσης είναι διάφορα από κάθε σημείο της ζώνης)- Κ ΑΦ - περιέχουσα την αξία του εμπορεύματος και το ναύλο μεταφοράς στο λιμάνη προορισμούпокупная - αγοράς, αγοραστική -приемлемая - προσιτή -, αποδεκτή -- СИФ - που περιλαμβάνει το κόστος του εμπορεύματος, το ναύλο και τα ασφάλιστρα, разг. - С.Ι.F. (ξεν.)-- ФОБ - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο - F.O.B (ξεν)- ФОБ со штивкой - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι τη μεταφορά του στο πλοίο και τα έξοδα της στοιβασίας- ФОР - που περιλαμβάνει το εμπόρευμα ελεύθερο από οποιαδήποτε έξοδα μέχρι την τοποθέτηση του στα σιδηροδρομικά οχήματα/βαγόνια - F.O.R (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цена
-
5 поиижение
поииж||ениес1. ἡ μείωση [-ις], ἡ ἐλάττωση [-ις], τό χαμήλωμα / ἡ πτώση [-ις] (падение):\поиижениеение цен ἡ ἐλάττωση (или ἡ μείωση) τῶν τιμών, ἡ ὑποτίμηση·2. (по службе) ὁ ὑποβιβασμός.